- καθέζομαι
- καθέζομαι (AM)1. κάθομαι («καί 'ρα πάροιθ' αὐτοῑο καθέζετο», Ομ. Ιλ.)2. είμαι εγκατεστημένος κάπουμσν.1. αδρανώ2. ενεργ. καθέζωμένω σε έναν τόπο, μένω σε ένα σημείοαρχ.1. καταλαμβάνω προεδρική έδρα ή έδρα διδασκάλου («πρὸς ὑμᾱς ἐκαθεζόμην διδάσκων», ΚΔ)2. κάθομαι ως ικέτης3. αναπαύομαι, μένω αργός, ησυχάζω4. στρατοπεδεύω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἕζομαι, ήδη όμως στους αρχαίους χρόνους το ρ. δεν γινόταν αισθητό ως σύνθετο (πρβλ. πρτ. ἐ-καθεζόμην)].
Dictionary of Greek. 2013.